καλπουζάνικος

καλπουζάνικος
-η, -ο [καλπουζάνος]
αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε καλπουζάνο*. κίβδηλος, πλαστός, ψεύτικος, κατεργάρικος, κάλπικος.
επίρρ...
καλπουζάνικα
δόλια, με απάτη, με κιβδηλεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”